λαμπιόνι

λαμπιόνι
το
-ιού (λ. ιταλ.), μικρή ηλεκτρική λυχνία, ηλεκτρική λάμπα: Οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι λαμπιόνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαμπιόνι — το μικρός λαμπτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lampione] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”